νότιος

νότιος
-ια, -ο (ΑΜ νότιος, -ία, -ον, Α αττ. τ. νότιος, -ον, Μ και νοτίος, -ίον) [νότος]
1. αυτός που είναι στραμμένος προς τον νότο ή βρίσκεται στον νότο, μεσημβρινός (α. «οἰκημένους δέ Λιβύης ἐπὶ τῇ νοτίῃ θαλάσσῃ», Ηρώνδ.
β. «το νότιο δωμάτιο τού σπιτιού είναι πολύ ζεστό»)
2. (για άνεμο) αυτός που πνέει από τον νότο, νοτιάς, όστρια («ὁ νότιος ἀήρ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που κατοικεί στα προς τον νότο μέρη τής Γης
2. ως κύριο όν. Νότιος, Νότια, Νότιο
α) προσδιορισμός ονομασίας οικισμού ή άλλου γεωγραφικού χώρου ή σημείου που βρίσκεται προς νότον ενός άλλου συνώνυμου του και σε αντιδιαστολή προς αυτό (α. «Νότια Αμερική» β. «Νότια Κορέα» γ. «Νότιο Βιετνάμ» δ. «Νότιες Άλπεις»)
β) (το αρσ. και θηλ.) ο κάτοικος ή ο στρατιωτικός τών νότιων πολιτειών στη διάρκεια τού αμερικανικού εμφύλιου πολέμου
3. φρ. α) «νότιος πόλος»
γεωγρ. το άκρο τού νοητού άξονα τής Γης ή τής ουράνιας σφαίρας το οποίο είναι στραμμένο προς τον νότο
β) «νότιο ημισφαίριο»
γεωγρ. το ημισφαίριο τής γήινης σφαίρας στο οποίο περιέχεται ο νότιος πόλος
γ) «νότιος ή ανταρκτικός πολικός κύκλος» — ο κύκλος τής ουράνιας ή τής γήινης σφαίρας που απέχει από τον νότιο πόλο καθεμιάς από τις σφαίρες αυτές 23 μοίρες και 27 λεπτά
δ) «Νότιος Παγωμένος Ωκεανός» — η θάλασσα η οποία περιβάλλει την Ανταρκτική μέχρι τον ανταρκτικό κύκλο
ε) «Νότιος Σταυρός» — αστερισμός τού νότιου ημισφαιρίου
αρχ.
1. (για νερό) αυτός που προέρχεται από βροχή τού νότου
2. αυτός που είναι γεμάτος υγρασία, ο υγρός, ο βροχερός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά νότια
οι νότιοι άνεμοι
4. φρ. «Νότιοι Ιχθύες» — ονομασία τού τελευταίου αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου.
επίρρ...
νοτίως και νότια
στον νότο ή προς τον νότο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νότιος — moist masc nom sg νότιος moist masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νότιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται προς το Νότο: Νότιες Σποράδες. 2. αυτός που ανήκει στο νότιο ημισφαίριο: Νότιος Παγωμένος ωκεανός. 3. αυτός που προέρχεται από το Νότο, αλλ. μεσημβρινός: Νότιος άνεμος. 4. αυτός που κατοικεί στα νότια μέρη: Νότιοι λαοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλούλα, νότιος — (Αστρον.). Ονομασία του αστέρα Ξ του αστερισμού της Μεγάλης Άρκτου, ο οποίος στη μυθολογική του παράσταση εικονίζει το πίσω μέρος ενός ζώου. Ο Α.ν. ήταν ο πρώτος διπλός αστέρας του οποίου προσδιορίστηκε η τροχιά (1828) …   Dictionary of Greek

  • Ιχθύς, Νότιος — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αμφιφανής στην Ελλάδα. Βρίσκεται ανάμεσα στον Υδροχόο, στον Αιγόκερω, στο Μικροσκόπιο, στον Νότιο Σταυρό και στον Γλύπτη. Το λαμπρότερο άστρο του (το α Νότιου Ιχθύος) έχει μέγεθος 1,17 και ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • Σταυρός Νότιος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός, που αποτελείται από τέσσερα κύρια άστρα σε σχήμα σταυρού. Το πρώτο, 13o σε λαμπρότητα σ’ ολόκληρο τον ουρανό, είναι τριπλό …   Dictionary of Greek

  • νοτιώτερον — νότιος moist adverbial comp νότιος moist masc acc comp sg νότιος moist neut nom/voc/acc comp sg νότιος moist masc acc comp sg νότιος moist neut nom/voc/acc comp sg νότιος moist adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτιωτάτων — νότιος moist fem gen superl pl νότιος moist masc/neut gen superl pl νότιος moist fem gen superl pl νότιος moist masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτιωτέρων — νότιος moist fem gen comp pl νότιος moist masc/neut gen comp pl νότιος moist fem gen comp pl νότιος moist masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτιώτατα — νότιος moist adverbial superl νότιος moist neut nom/voc/acc superl pl νότιος moist adverbial superl νότιος moist neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτιώτατον — νότιος moist masc acc superl sg νότιος moist neut nom/voc/acc superl sg νότιος moist masc acc superl sg νότιος moist neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”